Χθες, η μέρα πήγε καλά… απίστευτα καλά… σίγουρα πιο καλά
απ’ό,τι πίστευα… και το παιδί πήγα τρέχοντας στην εκδρομή του, και τον καφέ
ήπια παρέα με το βιβλίο μου στο αγαπημένο καφέ, και θέατρο πήγα, και στο
μποτιλιάρισμα την έβγαλα 1 ½ ώρα δίχως γκρίνιες, και survivor είδα και τσίριξα και φώναξα
μόνη και κοιμήθηκα σαν πουλάκι το βράδυ… ήρεμη…
Εντάξει… μια κανονική μέρα για πολλούς… μια πρωτοποριακή
παράξενη μέρα για μένα… Είναι περίεργο να πλησιάζεις τα πενήντα και να
αντιλαμβάνεσαι πως έχεις να μείνεις μόνη σου το βράδυ (ίσως από τα 21;) και
μάλιστα τότε ήταν κάτι βράδια βαριά κι ασήκωτα, που στην ουσία δεν κοιμόσουν
αλλά ήταν πλημμυρισμένα στο φόβο και στο έρεβος… ας τα αφήσουμε όμως αυτά γιατί
τα παλιά πέρασαν και μας ξεπέρασαν…
Μόνη λοιπόν (γιατί στη φοιτητική εστία ποτέ δεν ένιωθες
μόνος) και δίχως να το θέλω, βάζω τον εαυτό μου σε επιφυλακή… Μα πώς θα κοιμηθώ
μόνη το βράδυ στο σπίτι; Θα φοβηθώ; Και αν; Και αν; Και αν; Κι αρχίζει και το
μυαλό και λειτουργεί κι αλλιώς «γιατί βρε να μείνεις μόνη το βράδυ; Δυο βήματα
οι γονείς σου… Δεν πας να μείνεις εκεί… και θα χαρούν… και θα σε περιποιηθούν…
και όλα καλά….»
Το υγιές όμως κομμάτι του εαυτού μου επαναστατεί (Ευτυχώς!
Επιτέλους υπάρχει και αυτό!!!)
«Σοφία, δεν είσαι πια Σοφάκι… έχεις μεγαλώσει πια… καιρός να
αναλάβεις έστω και σ’αυτή την ηλικία την ευθύνη του εαυτού σου…»
Και η απόφαση πάρθηκε… θα κοιμηθώ μόνη…
Τσουπ! Έρχεται πρωινιάτικο η μάνα για καφέ: «άντε το βράδυ,
να μην είσαι μόνη παιδί μου, έλα να κοιμηθείς στο σπίτι…»
«Δεν ξέρω… θα δω τι θα κάνω…»
«Τι θα δεις τι θα κάνεις; Να έρθεις… να μην είσαι μόνη…»
Να μην τα πολυλέω… μισή ώρα την κολοκυθιά παίξαμε…
Το βράδυ ήμουν στο να πάω – να μην πάω…
Βρίζω τον εαυτό μου «μεγάλωσε πια βλήτο, τι παράδειγμα θα δώσεις
στην κόρη σου…» και βάζω τις πυτζαμούλες μου κι είμαι αραχτή στον καναπέ βλέποντας
τι άλλο; Survivor…
Εμφανίζεται η μάνα στις δέκα…
«Ήρθα… Άντε έλα στο σπίτι…»
«Τώρα έβαλα πυζάμες…»
«Βάλε τσακ – μπαμ τη φόρμα σου…»
«Βαριέμαι…»
«Καλά, έλα με τις πυτζάμες… δεν θα σε δει κανείς τέτοια ώρα…»
«Μπα δεν θέλω…»
Φάγαμε άλλη μισή ώρα…
Στην πόρτα…
«Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις…»
«Ναι…»
«Άντε, βάλε το μπουφάν…»
«Καληνύχτα μαμά…»
«Μόλις βαρεθείς, ό,τι ώρα κι αν είναι, έλα…»
Περνάει το βράδυ… Σήμερα το πρωί, πηγαίνοντας για τη δουλειά,
περνάω για ένα ‘γεια’
Αντί καλημέρας…
«Μπόρεσες κοιμήθηκες;»
«Ναι…»
«Είχες αγωνία… δεν μπόρεσες να κοιμηθείς ε;»
Μετά πώς να μεγαλώσεις κανείς ε;
Εγώ θα μεγαλώσω όμως… έστω και τώρα… που η εμμηνόπαυση μου
χτυπάει την πόρτα και μου κάνει κάπως όλο αυτό…
Βέβαια, πιάνω τον εαυτό μου πως πάει να αυτομαστιγωθεί… πως
κάτι πάει να τον ενοχλήσει… για να γυρίσει πίσω…
Όμως το μαστίγιο κάπου το ‘χω ξεχάσει…
Φιλάκια στα μουτράκια…